φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ: βιβλική φράση (※ 3ος/2ος↑ αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ησαΐας 40.3 και ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη Κατὰ Ματθαῖον, 3.3, Κατὰ Λουκᾶν 3.4, Κατὰ Μάρκον 1.3, Κατὰ Ἰωάννην 1.23)
- Προφητεία του Ησαΐα, που επαληθεύεται με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.
- → δείτε ἡ φωνή, τοῦ βοῶντος (εκείνου που φωνάζει, βοῶν), ἐν (σε, μέσα), δοτική: τῇ ἐρήμῳ (ἔρημος
Έκφραση επεξεργασία
φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ (ελληνιστική κοινή)
- φωνή βοώντος εν τη ερήμω: φωνή κάποιου σαν να μιλάει στην έρημο, φωνή που δεν ακούει κανείς