Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βούισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βούισμα
τα
βουίσμα
τ
α
γενική
του
βουίσμα
τ
ος
των
βουισμά
τ
ων
αιτιατική
το
βούισμα
τα
βουίσμα
τ
α
κλητική
βούισμα
βουίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βούισμα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βούισμα
ουδέτερο
η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του
βουίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βούισμα
αγγλικά
:
buzz
(en)