↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιριχτό τα τσιριχτά
      γενική του τσιριχτού των τσιριχτών
    αιτιατική το τσιριχτό τα τσιριχτά
     κλητική τσιριχτό τσιριχτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιριχτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τσιριχτός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσιριχτό ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τσιριχτό