τσιριχτό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιριχτό | τα | τσιριχτά |
γενική | του | τσιριχτού | των | τσιριχτών |
αιτιατική | το | τσιριχτό | τα | τσιριχτά |
κλητική | τσιριχτό | τσιριχτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιριχτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τσιριχτός
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιριχτό ουδέτερο
- άλλη μορφή του τσίριγμα
Άλλες μορφές επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τσίριγμα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τσιρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιριχτό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τσιριχτό