↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσίριγμα τα τσιρίγματα
      γενική του τσιρίγματος των τσιριγμάτων
    αιτιατική το τσίριγμα τα τσιρίγματα
     κλητική τσίριγμα τσιρίγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσίριγμα < τσιρίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσίριγμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία