• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ξεφωνητό

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεφωνητό τα ξεφωνητά
      γενική του ξεφωνητού των ξεφωνητών
    αιτιατική το ξεφωνητό τα ξεφωνητά
     κλητική ξεφωνητό ξεφωνητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ξεφωνητό < ξεφωνώ

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ξεφωνητό ουδέτερο

  1. η κραυγή, το τσίριγμα, η δυνατή φωνή
  2. (λαϊκότροπο) η αποδοκιμασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ξεφωνίζω
  • ξεφωνώ
  • ξεφωνημένος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ξεφωνητό
  • αγγλικά : scream (en)
  • γαλλικά : cri (fr)
  • εσπεράντο : krio (eo)
  • ιταλικά : grido (it)
  • κορεατικά : 외침 (ko) (oijim)
  • κουρδικά : قیژه (ku)
  • πορτογαλικά : grito (pt)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ξεφωνητό&oldid=5498138"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 22:29

Γλώσσες

    • English
    • Suomi
    • Română
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 22:29.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie