scream
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- scream < μέση αγγλική scræmen
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | scream |
γ΄ ενικό ενεστώτα | screams |
αόριστος | screamed |
παθητική μετοχή | screamed |
ενεργητική μετοχή | screaming |
scream (en)