Ετυμολογία

επεξεργασία
scream < μέση αγγλική scræmen

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈskɹiːm/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /skɹim/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
scream screams

scream (en)

ενεστώτας scream
γ΄ ενικό ενεστώτα screams
αόριστος screamed
παθητική μετοχή screamed
ενεργητική μετοχή screaming

scream (en)