↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ούρλιασμα τα ουρλιάσματα
      γενική του ουρλιάσματος των ουρλιασμάτων
    αιτιατική το ούρλιασμα τα ουρλιάσματα
     κλητική ούρλιασμα ουρλιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ούρλιασμα < ουρλιάζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ούρλιασμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία