Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλαλάζω < αρχαία ελληνική ἀλαλάζω < ἀλαλαί

  Ρήμα επεξεργασία

αλαλάζω, πρτ.: αλάλαζα, στ.μέλλ.: θα αλαλάξω, αόρ.: αλάλαξα

  • φωνάζω δυνατά βγάζοντας άγριες κραυγές από πολεμική ορμή ή ενθουσιασμό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία