αλαλαγμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλαλαγμός < αρχαία ελληνική ἀλαλαγμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.la.laɣˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λα‐λαγ‐μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλαλαγμός αρσενικό
- αλαλαχή με επαναληπτική τεχνική της γλώσσας (σπανίως και με την βοήθεια των χεριών), κραυγή φέρουσα έντονου συναισθήματος, όπως πολεμικής ορμής, ενθουσιασμού, χαράς, πένθους κτλ.
- (κατ’ επέκταση) δυνατός ήχος
- ※ Τί ἀλαλαγμός! τί βοή! τί σύγχυσις ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Ἑρμοῦ ὡς νὰ ἦτο συνεδρίασις ἑλλήνων βουλευτῶν μετ’ αὐταπαρνήσεως γρονθοκοπουμένων ὑπὲρ τοῦ ἔθνους. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)