Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀλαλαγμός < ἀλαλάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀλαλαγμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία