Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλαλάζω < ἀλαλαί

ἀλαλάζω

  1. αλαλάζω, βγάζω πολεμική κραυγή
  2. φωνάζω δυνατά
  3. παράγω δυνατό ήχο