Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
shout
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
shout
shouts
shout
(en)
η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρήματος
shout
(
φωνάζω
)
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
shout
γ΄
ενικό
ενεστώτα
shouts
αόριστος
shouted
παθητική μετοχή
shouted
ενεργητική
μετοχή
shouting
shout
(en)
φωνάζω
≈
συνώνυμα
:
yell
(
οικείο
)
κερνάω