κερνάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κερνάω < κερν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κερνῶ[1] < αρχαία ελληνική κιρνῶ, συνηρημένος τύπος του κιρνάω < κίρνημι (ανακατεύω κρασί με νερό για να το προσφέρω), και οι δύο μορφές, ποιητικοί τύποι του κεράννυμι[2] < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ceɾˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κερ‐νά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακερνάω/κερνώ, πρτ.: κερνούσα/κέρναγα, αόρ.: κέρασα, παθ.φωνή: κερνιέμαι, π.αόρ.: κεράστηκα, μτχ.π.π.: κερασμένος
- προσφέρω σε επισκέπτη κάτι γλυκό ή κάποιο ποτό
- (γενικότερα) πληρώνω το λογαριασμό ή τα έξοδα κάποιου ή κάποιων σαν δώρο
Εκφράσεις
επεξεργασία- κερνάω κάποιον πίκρες: (ειρωνικό) όταν πικραίνουμε κάποιο κοντινό μας πρόσωπο
- Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει / Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κερνάω - κερνώ | κερνούσα - κέρναγα | θα κερνάω - κερνώ | να κερνάω - κερνώ | κερνώντας | |
β' ενικ. | κερνάς | κερνούσες - κέρναγες | θα κερνάς | να κερνάς | κέρνα - κέρναγε | |
γ' ενικ. | κερνάει - κερνά | κερνούσε - κέρναγε | θα κερνάει - κερνά | να κερνάει - κερνά | ||
α' πληθ. | κερνάμε - κερνούμε | κερνούσαμε - κερνάγαμε | θα κερνάμε - κερνούμε | να κερνάμε - κερνούμε | ||
β' πληθ. | κερνάτε | κερνούσατε - κερνάγατε | θα κερνάτε | να κερνάτε | κερνάτε | |
γ' πληθ. | κερνάν(ε) - κερνούν(ε) | κερνούσαν(ε) - κέρναγαν - κερνάγανε | θα κερνάν(ε) - κερνούν(ε) | να κερνάν(ε) - κερνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κέρασα | θα κεράσω | να κεράσω | κεράσει | ||
β' ενικ. | κέρασες | θα κεράσεις | να κεράσεις | κέρνα - κέρασε | ||
γ' ενικ. | κέρασε | θα κεράσει | να κεράσει | |||
α' πληθ. | κεράσαμε | θα κεράσουμε | να κεράσουμε | |||
β' πληθ. | κεράσατε | θα κεράσετε | να κεράσετε | κεράστε | ||
γ' πληθ. | κέρασαν κεράσαν(ε) |
θα κεράσουν(ε) | να κεράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κεράσει | είχα κεράσει | θα έχω κεράσει | να έχω κεράσει | ||
β' ενικ. | έχεις κεράσει | είχες κεράσει | θα έχεις κεράσει | να έχεις κεράσει | ||
γ' ενικ. | έχει κεράσει | είχε κεράσει | θα έχει κεράσει | να έχει κεράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κεράσει | είχαμε κεράσει | θα έχουμε κεράσει | να έχουμε κεράσει | ||
β' πληθ. | έχετε κεράσει | είχατε κεράσει | θα έχετε κεράσει | να έχετε κεράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κεράσει | είχαν κεράσει | θα έχουν κεράσει | να έχουν κεράσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κερνιέμαι | κερνιόμουν(α) | θα κερνιέμαι | να κερνιέμαι | ||
β' ενικ. | κερνιέσαι | κερνιόσουν(α) | θα κερνιέσαι | να κερνιέσαι | ||
γ' ενικ. | κερνιέται | κερνιόταν(ε) | θα κερνιέται | να κερνιέται | ||
α' πληθ. | κερνιόμαστε | κερνιόμαστε κερνιόμασταν |
θα κερνιόμαστε | να κερνιόμαστε | ||
β' πληθ. | κερνιέστε | κερνιόσαστε κερνιόσασταν |
θα κερνιέστε | να κερνιέστε | κερνιέστε | |
γ' πληθ. | κερνιούνται | κερνιόνταν(ε) κερνιούνταν κερνιόντουσαν |
θα κερνιούνται | να κερνιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κεράστηκα | θα κεραστώ | να κεραστώ | κεραστεί | ||
β' ενικ. | κεράστηκες | θα κεραστείς | να κεραστείς | κεράσου | ||
γ' ενικ. | κεράστηκε | θα κεραστεί | να κεραστεί | |||
α' πληθ. | κεραστήκαμε | θα κεραστούμε | να κεραστούμε | |||
β' πληθ. | κεραστήκατε | θα κεραστείτε | να κεραστείτε | κεραστείτε | ||
γ' πληθ. | κεράστηκαν κεραστήκαν(ε) |
θα κεραστούν(ε) | να κεραστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κεραστεί | είχα κεραστεί | θα έχω κεραστεί | να έχω κεραστεί | κερασμένος | |
β' ενικ. | έχεις κεραστεί | είχες κεραστεί | θα έχεις κεραστεί | να έχεις κεραστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κεραστεί | είχε κεραστεί | θα έχει κεραστεί | να έχει κεραστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κεραστεί | είχαμε κεραστεί | θα έχουμε κεραστεί | να έχουμε κεραστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κεραστεί | είχατε κεραστεί | θα έχετε κεραστεί | να έχετε κεραστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κεραστεί | είχαν κεραστεί | θα έχουν κεραστεί | να έχουν κεραστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κερασμένος - είμαστε, είστε, είναι κερασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κερασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κερασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κερασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κερασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κερασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κερασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κερνάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κερνώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «κερνώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.