Ετυμολογία

επεξεργασία
κερνάω < κερν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κερνῶ[1] < αρχαία ελληνική κιρνῶ, συνηρημένος τύπος του κιρνάω < κίρνημι (ανακατεύω κρασί με νερό για να το προσφέρω), και οι δύο μορφές, ποιητικοί τύποι του κεράννυμι[2] < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ceɾˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κερ‐νά‐ω

κερνάω/κερνώ, πρτ.: κερνούσα/κέρναγα, αόρ.: κέρασα, παθ.φωνή: κερνιέμαι, π.αόρ.: κεράστηκα, μτχ.π.π.: κερασμένος

  1. προσφέρω σε επισκέπτη κάτι γλυκό ή κάποιο ποτό
  2. (γενικότερα) πληρώνω το λογαριασμό ή τα έξοδα κάποιου ή κάποιων σαν δώρο
    ⮡  Ό,τι πάρετε το κερνάω εγώ, γιατί γιορτάζω σήμερα!

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κερνώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «κερνώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.