↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κέρασμα τα κεράσματα
      γενική του κεράσματος των κερασμάτων
    αιτιατική το κέρασμα τα κεράσματα
     κλητική κέρασμα κεράσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κέρασμα < αρχαία ελληνική κέρασμα < κεράννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱerh₂- < *ḱer- (αυξάνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈce.ɾa.zma/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κέρασμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία