treat
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- treat < (κληρονομημένο) μέση αγγλική , αγγλονορμανδική treter < παλαιά γαλλική tretier (σύγχρονο traiter) < λατινική tractare (σύρω, καταφέρνω) < trahere (τραβώ, σύρω) [1][2]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
treat | treats |
treat (en)
- (παρωχημένο) διαπραγμάτευση
- προσφορά ποτού, φαγητού, διασκέδασης
- ⮡ I took the kids to the zoo for a treat.
- → λείπει η μετάφραση
- ⮡ I took the kids to the zoo for a treat.
- η απόλαυση, το γεγονός ή δώρο που φέρνει χαρά
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | treat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | treats |
αόριστος | treated |
παθητική μετοχή | treated |
ενεργητική μετοχή | treating |
treat (en)
- μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, φέρομαι, περνάω, συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ You treated me like a fool.
- Με μεταχειρίστηκες σαν ηλίθιο.
- ⮡ Treat the elderly with respect.
- Να φέρεσαι με σεβασμό στους ηλικιωμένους.
- ⮡ You treated me like a fool.
- περνάω, γυρίζω, θεωρώ κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
- ⮡ Don’t treat it as a joke.
- Μην το περνάς γι' αστείο.
- ⮡ I treat something as a joke.
- Γυρίζω κάτι στ' αστείο.
- ⮡ Don’t treat it as a joke.
- αντιμετωπίζω ιατρικά μια αρρώστια, νοσηλεύω, θεραπεύω, κάνω θεραπεία
- ⮡ The best doctors treated him.
- Τον νοσήλευσαν οι καλύτεροι γιατροί.
- ⮡ We treat tuberculosis with streptomycin.
- Θεραπεύουν τη φυματίωση με στρεπτομυκίνη.
- ⮡ They treated me for malaria.
- Μου έκαναν θεραπεία για μαλάρια.
- ⮡ The best doctors treated him.
- επεξεργάζομαι, χρησιμοποιώ μια χημική ουσία ή διαδικασία για να καθαρίσω, να προστατέψω, να συντηρήσω κτλ. κάτι
- ⮡ They treat water/waste.
- Επεξεργάζονται νερό/άχρηστα.
- ⮡ They treat water/waste.
- κερνάω, φιλεύω, βγάζω, πληρώνω για κάτι που κάποιος ή εγώ θα απολαύσω και που συνήθως δεν έχω ή δεν κάνω
- ⮡ I treated my son to some popcorn during the break.
- Κέρασα τον γιο μου ποπκόρν στο διάλειμμα.
- ⮡ They treated us to a sweet.
- Μας φιλέψανε γλυκό.
- ⮡ They treated us to spoon sweet.
- Μας έβγαλαν γλυκό του κουταλιού.
- ⮡ I treated my son to some popcorn during the break.
- (παρωχημένο) ικετεύω
- ⮡ Only let my family live, I treat thee.
- Αφήστε την οικογένειά μου να ζήσει! Σας ικετεύω!
- ⮡ Only let my family live, I treat thee.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ treat - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- ↑ treat - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
Πηγές
επεξεργασία- treat (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- treat (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 105, 161-162, 203, 692-695, 936. ISBN 9780194325684., λήμμα: απόλαυση, βγάζω, γυρίζω, περνώ, φιλεύω