Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ικετεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ικετεύω
<
αρχαία ελληνική
ἱκετεύω
<
ἱκέτης
<
ἱκνέομαι
/
ἱκνοῦμαι
Ρήμα
επεξεργασία
ικετεύω
παρακαλώ
με μεγάλη ένταση και ταπείνωση κάποιον να με λυπηθεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
εκλιπαρώ
Συγγενικά
επεξεργασία
ικέτης
ικεσία
ικετευτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ικετεύω
αγγλικά
:
beseech
(en)
,
implore
(en)
,
entreat
(en)
,
beg
(en)
,
beg for
(en)
γαλλικά
:
implorer
(fr)
,
supplier
(fr)
ισπανικά
:
suplicar
(es)
,
rogar
(es)
ουκρανικά
:
благати
(uk)