ικετεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ικετεύω < αρχαία ελληνική ἱκετεύω < ἱκέτης < ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι
Ρήμα
επεξεργασία
ικετεύω
- παρακαλώ με μεγάλη ένταση και ταπείνωση κάποιον να με λυπηθεί