ἱκέτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἱκέτης | οἱ | ἱκέται |
γενική | τοῦ | ἱκέτου | τῶν | ἱκετῶν |
δοτική | τῷ | ἱκέτῃ | τοῖς | ἱκέταις |
αιτιατική | τὸν | ἱκέτην | τοὺς | ἱκέτᾱς |
κλητική ὦ! | ἱκέτᾰ | ἱκέται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱκέτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱκέταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἱκέτης (ῐ) αρσενικό (θηλυκό ἱκέτις)
Παράγωγα
επεξεργασία- ἀνικέτευτος
- ἐξικετεύω
- εὐικέτευτος
- ἱκεταδόκος
- Ἱκεταονίδης
- ἱκέτας
- Ἱκετάων
- ἱκετεία
- ἱκέτευμα
- ἱκέτευσις
- ἱκετευτέος
- ἱκετευτικός
- ἱκετεύω
- ἱκετήριος
- ἱκετηρίς
- ἱκετήσιος
- Ἱκέτιδες (τίτλος τραγωδιών του Ευριπίδη, του Αισχύλου)
- ἱκετικός
- ἵκετις
- ἱκέτις
- ἱκετοδόχος
- ἱκετώσυνα
- καθικετεύω
- κατικετεύω
- προϊκετεύω
- προσικετεύω
- συνικετεύω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- οἰκέτης (υπηρέτης)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ικέτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἱκέτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱκέτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.