οἰκέτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | οἰκέτης | οἱ | οἰκέται |
γενική | τοῦ | οἰκέτου | τῶν | οἰκετῶν |
δοτική | τῷ | οἰκέτῃ | τοῖς | οἰκέταις |
αιτιατική | τὸν | οἰκέτην | τοὺς | οἰκέτᾱς |
κλητική ὦ! | οἰκέτᾰ | οἰκέται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἰκέτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οἰκέταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οἰκέτης < οικέω + -έτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοἰκέτης (θηλυκό οἰκέτις, ελληνιστική κοινή)
- οικιακός δούλος, υπηρέτης
- (στον πληθυντικό) οἱ οἰκέται όλη η οικογένεια, τα γυναικόπαιδα
- ≈ συνώνυμα: οἰκετεία
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
→ και δείτε τη λέξη οἶκος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- οἰκέτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἰκέτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.