Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.θi.ceˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθικετεύω

καθικετεύω, αόρ.: καθικέτευσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία





Ετυμολογία

επεξεργασία

καθικετεύω

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.