καθικετεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθικετεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθικετεύω < (κατά) καθ- + ἱκετεύω < ἱκέτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.θi.ceˈte.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θι‐κε‐τεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακαθικετεύω, αόρ.: καθικέτευσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (αρχαιοπρεπές) επιτατικό του ικετεύω, ικετεύω με θέρμη
Συγγενικά
επεξεργασία- καθικέτευση
- → δείτε τις λέξεις κατά, ικετεύω και ικέτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία- καθικετεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαθικετεύω
Πηγές
επεξεργασία- καθικετεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθικετεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.