beseech
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | beseech |
γ΄ ενικό ενεστώτα | beseeches |
αόριστος | beseeched, besought |
παθητική μετοχή | beseeched, besought |
ενεργητική μετοχή | beseeching |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαbeseech (en)
ενεστώτας | beseech |
γ΄ ενικό ενεστώτα | beseeches |
αόριστος | beseeched, besought |
παθητική μετοχή | beseeched, besought |
ενεργητική μετοχή | beseeching |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
beseech (en)