εκλιπαρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκλιπαρώ < ελληνιστική κοινή ἐκλιπαρέω / ἐκλιπαρῶ < αρχαία ελληνική ἐκ + λιπαρέω / λιπαρῶ < λιπαρής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kli.paˈɾo/
Ρήμα
επεξεργασίαεκλιπαρώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκλιπαρώ | εκλιπαρούσα | θα εκλιπαρώ | να εκλιπαρώ | εκλιπαρώντας | |
β' ενικ. | εκλιπαρείς | εκλιπαρούσες | θα εκλιπαρείς | να εκλιπαρείς | (εκλιπάρει) | |
γ' ενικ. | εκλιπαρεί | εκλιπαρούσε | θα εκλιπαρεί | να εκλιπαρεί | ||
α' πληθ. | εκλιπαρούμε | εκλιπαρούσαμε | θα εκλιπαρούμε | να εκλιπαρούμε | ||
β' πληθ. | εκλιπαρείτε | εκλιπαρούσατε | θα εκλιπαρείτε | να εκλιπαρείτε | εκλιπαρείτε | |
γ' πληθ. | εκλιπαρούν(ε) | εκλιπαρούσαν(ε) | θα εκλιπαρούν(ε) | να εκλιπαρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκλιπάρησα | θα εκλιπαρήσω | να εκλιπαρήσω | εκλιπαρήσει | ||
β' ενικ. | εκλιπάρησες | θα εκλιπαρήσεις | να εκλιπαρήσεις | εκλιπάρησε | ||
γ' ενικ. | εκλιπάρησε | θα εκλιπαρήσει | να εκλιπαρήσει | |||
α' πληθ. | εκλιπαρήσαμε | θα εκλιπαρήσουμε | να εκλιπαρήσουμε | |||
β' πληθ. | εκλιπαρήσατε | θα εκλιπαρήσετε | να εκλιπαρήσετε | εκλιπαρήστε | ||
γ' πληθ. | εκλιπάρησαν εκλιπαρήσαν(ε) |
θα εκλιπαρήσουν(ε) | να εκλιπαρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκλιπαρήσει | είχα εκλιπαρήσει | θα έχω εκλιπαρήσει | να έχω εκλιπαρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκλιπαρήσει | είχες εκλιπαρήσει | θα έχεις εκλιπαρήσει | να έχεις εκλιπαρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκλιπαρήσει | είχε εκλιπαρήσει | θα έχει εκλιπαρήσει | να έχει εκλιπαρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκλιπαρήσει | είχαμε εκλιπαρήσει | θα έχουμε εκλιπαρήσει | να έχουμε εκλιπαρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκλιπαρήσει | είχατε εκλιπαρήσει | θα έχετε εκλιπαρήσει | να έχετε εκλιπαρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκλιπαρήσει | είχαν εκλιπαρήσει | θα έχουν εκλιπαρήσει | να έχουν εκλιπαρήσει |
|