Δείτε επίσης: ἐκλιπαρῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκλιπαρώ < ελληνιστική κοινή ἐκλιπαρέω / ἐκλιπαρῶ < αρχαία ελληνική ἐκ + λιπαρέω / λιπαρῶ < λιπαρής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.kli.paˈɾo/

εκλιπαρώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία