Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

λιπαρής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

λιπαρής, ής, λιπαρές, τριγενές και δικατάληκτο

  • ο επίμονος

Συγγενικά επεξεργασία

ἐκλιπαρέω-ἐκλιπαρῶ (και εκλιπαρώ στη νεοελληνική)