supplier
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
supplier | suppliers |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
supplier (en)
- ο προμηθευτής/η προμηθεύτρια
- ⮡ We need to negotiate with the suppliers for better prices.
- Πρέπει να διαπραγματευτούμε με τους προμηθευτές για καλύτερες τιμές.
- ⮡ We need to negotiate with the suppliers for better prices.