Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
supplier suppliers

supplier (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία

supplier < λατινική supplicare

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sy.pli.je/
 

supplier (fr)