supplier
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
supplier | suppliers |
supplier (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαsupplier < λατινική supplicare
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsupplier (fr)
ενικός | πληθυντικός |
supplier | suppliers |
supplier (en)
supplier < λατινική supplicare
supplier (fr)