διαπραγμάτευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαπραγμάτευση | οι | διαπραγματεύσεις |
γενική | της | διαπραγμάτευσης* | των | διαπραγματεύσεων |
αιτιατική | τη | διαπραγμάτευση | τις | διαπραγματεύσεις |
κλητική | διαπραγμάτευση | διαπραγματεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπραγματεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαπραγμάτευση < διαπραγματεύ(ομαι) + ση < αρχαία ελληνική διαπραγματεύομαι (δια- πραγματεύομαι)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαπραγμάτευση θηλυκό
- η συζήτηση μεταξύ πωλητή και αγοραστή προκειμένου να οριστεί η τιμή του υπό πώληση αγαθού
- η συζήτηση που γίνεται μεταξύ δύο ή περισσότερων πλευρών που διαφωνούν σε κάτι με σκοπό την εξεύρεση μιας αποδεκτής λύσης μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις
- η ανάπτυξη ενός επιστημονικού ή κοινωνικού ή άλλου θέματος, η ανάλυση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαπραγμάτευση μιας τιμής
διαπραγμάτευση προς εύρεση κοινής λύσης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.