negociado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | negociado | negociadoj |
αιτιατική | negociadon | negociadojn |
negociado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | negociado | negociadoj |
αιτιατική | negociadon | negociadojn |
negociado (eo)