Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *φιλεύω (δείτε φιλεύγω).[1][2][3] < αρχαία ελληνική φίλ(ος + -εύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈle.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λεύ‐ω

φιλεύω, αόρ.: φίλεψα, παθ.φωνή: φιλεύομαι, π.αόρ.: φιλεύτηκα, μτχ.π.π.: φιλεμένος

  • κερνάω φαγητό που έχω ετοιμάσει συνήθως στο σπίτι μου, χωρίς πολυτέλειες και κατά κανόνα όχι σε ιδιαίτερα μεγάλες ποσότητες
    ⮡  Πέρνα μέσα να σε φιλέψω ένα γλυκό!ένα κρασάκι ή ένα μεζεδάκι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φιλεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. φιλεύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. φιλεύωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)