φιλεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *φιλεύω (δείτε φιλεύγω).[1][2][3] < αρχαία ελληνική φίλ(ος + -εύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈle.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαφιλεύω, αόρ.: φίλεψα, παθ.φωνή: φιλεύομαι, π.αόρ.: φιλεύτηκα, μτχ.π.π.: φιλεμένος
- κερνάω φαγητό που έχω ετοιμάσει συνήθως στο σπίτι μου, χωρίς πολυτέλειες και κατά κανόνα όχι σε ιδιαίτερα μεγάλες ποσότητες
- ⮡ Πέρνα μέσα να σε φιλέψω ένα γλυκό! (ή ένα κρασάκι ή ένα μεζεδάκι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φιλεύω | φίλευα | θα φιλεύω | να φιλεύω | φιλεύοντας | |
β' ενικ. | φιλεύεις | φίλευες | θα φιλεύεις | να φιλεύεις | φίλευε | |
γ' ενικ. | φιλεύει | φίλευε | θα φιλεύει | να φιλεύει | ||
α' πληθ. | φιλεύουμε | φιλεύαμε | θα φιλεύουμε | να φιλεύουμε | ||
β' πληθ. | φιλεύετε | φιλεύατε | θα φιλεύετε | να φιλεύετε | φιλεύετε | |
γ' πληθ. | φιλεύουν(ε) | φίλευαν φιλεύαν(ε) |
θα φιλεύουν(ε) | να φιλεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φίλεψα | θα φιλέψω | να φιλέψω | φιλέψει | ||
β' ενικ. | φίλεψες | θα φιλέψεις | να φιλέψεις | φίλεψε | ||
γ' ενικ. | φίλεψε | θα φιλέψει | να φιλέψει | |||
α' πληθ. | φιλέψαμε | θα φιλέψουμε | να φιλέψουμε | |||
β' πληθ. | φιλέψατε | θα φιλέψετε | να φιλέψετε | φιλέψτε | ||
γ' πληθ. | φίλεψαν φιλέψαν(ε) |
θα φιλέψουν(ε) | να φιλέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φιλέψει | είχα φιλέψει | θα έχω φιλέψει | να έχω φιλέψει | ||
β' ενικ. | έχεις φιλέψει | είχες φιλέψει | θα έχεις φιλέψει | να έχεις φιλέψει | ||
γ' ενικ. | έχει φιλέψει | είχε φιλέψει | θα έχει φιλέψει | να έχει φιλέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε φιλέψει | είχαμε φιλέψει | θα έχουμε φιλέψει | να έχουμε φιλέψει | ||
β' πληθ. | έχετε φιλέψει | είχατε φιλέψει | θα έχετε φιλέψει | να έχετε φιλέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν φιλέψει | είχαν φιλέψει | θα έχουν φιλέψει | να έχουν φιλέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φιλεύομαι | φιλευόμουν(α) | θα φιλεύομαι | να φιλεύομαι | ||
β' ενικ. | φιλεύεσαι | φιλευόσουν(α) | θα φιλεύεσαι | να φιλεύεσαι | ||
γ' ενικ. | φιλεύεται | φιλευόταν(ε) | θα φιλεύεται | να φιλεύεται | ||
α' πληθ. | φιλευόμαστε | φιλευόμαστε φιλευόμασταν |
θα φιλευόμαστε | να φιλευόμαστε | ||
β' πληθ. | φιλεύεστε | φιλευόσαστε φιλευόσασταν |
θα φιλεύεστε | να φιλεύεστε | (φιλεύεστε) | |
γ' πληθ. | φιλεύονται | φιλεύονταν φιλευόντουσαν |
θα φιλεύονται | να φιλεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φιλεύτηκα | θα φιλευτώ | να φιλευτώ | φιλευτεί | ||
β' ενικ. | φιλεύτηκες | θα φιλευτείς | να φιλευτείς | φιλέψου | ||
γ' ενικ. | φιλεύτηκε | θα φιλευτεί | να φιλευτεί | |||
α' πληθ. | φιλευτήκαμε | θα φιλευτούμε | να φιλευτούμε | |||
β' πληθ. | φιλευτήκατε | θα φιλευτείτε | να φιλευτείτε | φιλευτείτε | ||
γ' πληθ. | φιλεύτηκαν φιλευτήκαν(ε) |
θα φιλευτούν(ε) | να φιλευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φιλευτεί | είχα φιλευτεί | θα έχω φιλευτεί | να έχω φιλευτεί | φιλεμένος | |
β' ενικ. | έχεις φιλευτεί | είχες φιλευτεί | θα έχεις φιλευτεί | να έχεις φιλευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει φιλευτεί | είχε φιλευτεί | θα έχει φιλευτεί | να έχει φιλευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φιλευτεί | είχαμε φιλευτεί | θα έχουμε φιλευτεί | να έχουμε φιλευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε φιλευτεί | είχατε φιλευτεί | θα έχετε φιλευτεί | να έχετε φιλευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φιλευτεί | είχαν φιλευτεί | θα έχουν φιλευτεί | να έχουν φιλευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κερνάω φαγητό που έχω στο σπίτι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φιλεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ φιλεύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ φιλεύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)