Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φίλεμα τα φιλέματα
      γενική του φιλέματος των φιλεμάτων
    αιτιατική το φίλεμα τα φιλέματα
     κλητική φίλεμα φιλέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φίλεμα < φιλεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φίλεμα ουδέτερο

  1. η προσφορά φαγητού ή γλυκού σε γνωστούς, το κέρασμα, το τρατάρισμα
  2. η προσφορά φαγητού σε κάποιους που έχουν ανάγκη, ως ευγενική φιλανθρωπία που δεν τους μειώνει

  Μεταφράσεις επεξεργασία