↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλεμένος η φιλεμένη το φιλεμένο
      γενική του φιλεμένου της φιλεμένης του φιλεμένου
    αιτιατική τον φιλεμένο τη φιλεμένη το φιλεμένο
     κλητική φιλεμένε φιλεμένη φιλεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλεμένοι οι φιλεμένες τα φιλεμένα
      γενική των φιλεμένων των φιλεμένων των φιλεμένων
    αιτιατική τους φιλεμένους τις φιλεμένες τα φιλεμένα
     κλητική φιλεμένοι φιλεμένες φιλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.leˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λε‐μέ‐νος

φιλεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία