Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κερασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κερασμέν
ος
η
κερασμέν
η
το
κερασμέν
ο
γενική
του
κερασμέν
ου
της
κερασμέν
ης
του
κερασμέν
ου
αιτιατική
τον
κερασμέν
ο
την
κερασμέν
η
το
κερασμέν
ο
κλητική
κερασμέν
ε
κερασμέν
η
κερασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κερασμέν
οι
οι
κερασμέν
ες
τα
κερασμέν
α
γενική
των
κερασμέν
ων
των
κερασμέν
ων
των
κερασμέν
ων
αιτιατική
τους
κερασμέν
ους
τις
κερασμέν
ες
τα
κερασμέν
α
κλητική
κερασμέν
οι
κερασμέν
ες
κερασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κερασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κερνώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακέραστος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κερνώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κερασμένος