Ετυμολογία

επεξεργασία
νοσηλεύω < αρχαία ελληνική

νοσηλεύω, πρτ.: νοσήλευα, στ.μέλλ.: θα νοσηλεύσω, αόρ.: νοσήλευσα, παθ.φωνή: νοσηλεύομαι, μτχ.π.π.: νοσηλευμένος

  1. παρέχω ιατρική φροντίδα
  2. (ειδικότερα) παρέχω ιατρική φροντίδα σε νοσοκομείο (ή άλλο νοσηλευτήριο) και σε ασθενείς που διανυκτερεύουν μέσα σε αυτό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία