νοσηλευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοσηλευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νοσηλεύω
Μετοχή
επεξεργασίανοσηλευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη νοσηλεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοσηλευμένος
|
νοσηλευμένος, -η, -ο
|