↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσηλευμένος η νοσηλευμένη το νοσηλευμένο
      γενική του νοσηλευμένου της νοσηλευμένης του νοσηλευμένου
    αιτιατική τον νοσηλευμένο τη νοσηλευμένη το νοσηλευμένο
     κλητική νοσηλευμένε νοσηλευμένη νοσηλευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσηλευμένοι οι νοσηλευμένες τα νοσηλευμένα
      γενική των νοσηλευμένων των νοσηλευμένων των νοσηλευμένων
    αιτιατική τους νοσηλευμένους τις νοσηλευμένες τα νοσηλευμένα
     κλητική νοσηλευμένοι νοσηλευμένες νοσηλευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νοσηλευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νοσηλεύω

νοσηλευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία