Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοσηλεύτρια οι νοσηλεύτριες
      γενική της νοσηλεύτριας των νοσηλευτριών
    αιτιατική τη νοσηλεύτρια τις νοσηλεύτριες
     κλητική νοσηλεύτρια νοσηλεύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
νοσηλεύτρια

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοσηλεύτρια < νοσηλευτ(ής) + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /no.siˈlef.tɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐ση‐λεύ‐τρι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νοσηλεύτρια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε νοσηλευτής