infirmière
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- infirmière < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
infirmière | infirmières |
infirmière (fr) θηλυκό
- η νοσοκόμα, η νοσηλεύτρια
ενικός | πληθυντικός |
infirmière | infirmières |
infirmière (fr) θηλυκό