νοσηλεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοσηλεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νοσηλεία[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /no.siˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐ση‐λεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
νοσηλεία θηλυκό
- η συστηματική παροχή ιατρικής φροντίδας σε άρρωστο, κυρίως από εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό
- νοσηλεία κατ' οίκον
- μονάδα ημερήσιας/βραχείας νοσηλείας: τμήμα ενός νοσοκομείου που παρέχει νοσηλεία, συχνά μετά από σύντομες χειρουργικές επεμβάσεις, σε ασθενείς που δεν χρειάζεται να νοσηλευτούν σε αυτό για διάστημα μεγαλύτερο μερικών ωρών
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη νοσηλεύω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοσηλεία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νοσηλεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας