Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νοσηλευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νοσηλευτικ
ός
η
νοσηλευτικ
ή
το
νοσηλευτικ
ό
γενική
του
νοσηλευτικ
ού
της
νοσηλευτικ
ής
του
νοσηλευτικ
ού
αιτιατική
τον
νοσηλευτικ
ό
τη
νοσηλευτικ
ή
το
νοσηλευτικ
ό
κλητική
νοσηλευτικ
έ
νοσηλευτικ
ή
νοσηλευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νοσηλευτικ
οί
οι
νοσηλευτικ
ές
τα
νοσηλευτικ
ά
γενική
των
νοσηλευτικ
ών
των
νοσηλευτικ
ών
των
νοσηλευτικ
ών
αιτιατική
τους
νοσηλευτικ
ούς
τις
νοσηλευτικ
ές
τα
νοσηλευτικ
ά
κλητική
νοσηλευτικ
οί
νοσηλευτικ
ές
νοσηλευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νοσηλευτικός
<
νοσηλευτής
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
νοσηλευτικός, -ή, -ό
που αναφέρεται στους
νοσηλευτές
και τη
νοσηλεία
νοσηλευτικό
προσωπικό
Συγγενικά
επεξεργασία
νοσηλευτική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νοσηλευτικός
γαλλικά
:
soignant
(fr)