Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταχειρίζομαι < αρχαία ελληνική μεταχειρίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος μεταχειρίζω < μετά + χειρίζω < χείρ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ta.çiˈɾi.zo.me/

μεταχειρίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. χρησιμοποιώ
  2. συμπεριφέρομαι κάπως προς κάποιον

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία