Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταχειρίζω < μετα- + χειρίζω < χείρ

μεταχειρίζω (παθητική φωνή: μεταχειρίζομαι)

  1. κρατώ (στο χέρι)
  2. διοικώ, καθοδηγώ
  3. διευθετώ
  4. διεξάγω
  5. μεταχειρίζομαι
  6. συμπεριφέρομαι

→ λείπει η κλίση