Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταχειρίζω < μετα- + χειρίζω < χείρ

  Ρήμα επεξεργασία

μεταχειρίζω (παθητική φωνή: μεταχειρίζομαι)

  1. κρατώ (στο χέρι)
  2. διοικώ, καθοδηγώ
  3. διευθετώ
  4. διεξάγω
  5. μεταχειρίζομαι
  6. συμπεριφέρομαι

Κλίση επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Πηγές επεξεργασία