Ετυμολογία

επεξεργασία
κακομεταχειρίζομαι < κακο- + μεταχειρίζομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική maltraiter[1])

κακομεταχειρίζομαι (μεταβατικό)

  1. χειρίζομαι άσχημα
  2. (μεταφορικά) φέρνομαι άσχημα σε κάποιον ή κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία