Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακομεταχειρίζομαι < κακο- + μεταχειρίζομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική maltraiter[1])

  Ρήμα επεξεργασία

κακομεταχειρίζομαι (μεταβατικό)

  1. χειρίζομαι άσχημα
  2. (μεταφορικά) φέρνομαι άσχημα σε κάποιον ή κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία