↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακομεταχειρισμένος η κακομεταχειρισμένη το κακομεταχειρισμένο
      γενική του κακομεταχειρισμένου της κακομεταχειρισμένης του κακομεταχειρισμένου
    αιτιατική τον κακομεταχειρισμένο την κακομεταχειρισμένη το κακομεταχειρισμένο
     κλητική κακομεταχειρισμένε κακομεταχειρισμένη κακομεταχειρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακομεταχειρισμένοι οι κακομεταχειρισμένες τα κακομεταχειρισμένα
      γενική των κακομεταχειρισμένων των κακομεταχειρισμένων των κακομεταχειρισμένων
    αιτιατική τους κακομεταχειρισμένους τις κακομεταχειρισμένες τα κακομεταχειρισμένα
     κλητική κακομεταχειρισμένοι κακομεταχειρισμένες κακομεταχειρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακομεταχειρισμένος: μετοχή. Μορφολογικά αναλύεται σε κακο- + μεταχειρισμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ko.me.ta.çi.ɾiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κο‐με‐τα‐χει‐ρι‐σμέ‐νος

κακομεταχειρισμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία