Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φέρνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φέρνω < φέρω / φέρομαι

  Ρήμα επεξεργασία

φέρνομαι, πρτ.: φερνόμουν, στ.μέλλ.: θα φερθώ, αόρ.: φέρθηκα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία