Ετυμολογία

επεξεργασία
φέρνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φέρνω < φέρω / φέρομαι

φέρνομαι, πρτ.: φερνόμουν, στ.μέλλ.: θα φερθώ, αόρ.: φέρθηκα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία