ενεστώτας maltreat
γ΄ ενικό ενεστώτα maltreats
αόριστος maltreated
παθητική μετοχή maltreated
ενεργητική μετοχή maltreating

Ετυμολογία

επεξεργασία
maltreat < γαλλική maltraiter. Μορφολογικά αναλύεται σε mal- + treat.