ενεστώτας maltreat
γ΄ ενικό ενεστώτα maltreats
αόριστος maltreated
παθητική μετοχή maltreated
ενεργητική μετοχή maltreating

  Ετυμολογία

επεξεργασία
maltreat < γαλλική maltraiter. Μορφολογικά αναλύεται σε mal- + treat.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌmælˈtriːt/

maltreat (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία