Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμεταχείριστος η αμεταχείριστη το αμεταχείριστο
      γενική του αμεταχείριστου της αμεταχείριστης του αμεταχείριστου
    αιτιατική τον αμεταχείριστο την αμεταχείριστη το αμεταχείριστο
     κλητική αμεταχείριστε αμεταχείριστη αμεταχείριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμεταχείριστοι οι αμεταχείριστες τα αμεταχείριστα
      γενική των αμεταχείριστων των αμεταχείριστων των αμεταχείριστων
    αιτιατική τους αμεταχείριστους τις αμεταχείριστες τα αμεταχείριστα
     κλητική αμεταχείριστοι αμεταχείριστες αμεταχείριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμεταχείριστος < αρχαία ελληνική ἀμεταχείριστος ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική ungebraucht[1])

  Επίθετο επεξεργασία

αμεταχείριστος, -η, -ο

  • που δεν τον έχουν μεταχειριστεί, δεν τον έχουν χρησιμοποιήσει (και επομένως δεν έχει φθορές λόγω χρήσης και είναι ακόμα σαν καινούριος)
    πωλείται μοτοσικλέτα σχεδόν αμεταχείριστη

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

μεταχειρισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία