αμεταχείριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμεταχείριστος < αρχαία ελληνική ἀμεταχείριστος ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική ungebraucht[1])
Επίθετο επεξεργασία
αμεταχείριστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν μεταχειριστεί, δεν τον έχουν χρησιμοποιήσει (και επομένως δεν έχει φθορές λόγω χρήσης και είναι ακόμα σαν καινούριος)
- πωλείται μοτοσικλέτα σχεδόν αμεταχείριστη
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μεταχειρίζομαι και χέρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ αμεταχείριστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας