αχρησιμοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αχρησιμοποίητος < χρησιμοποιώ
Επίθετο
επεξεργασίααχρησιμοποίητος
- αυτός που δεν χρησιμοποιείται
Μεταφράσεις
επεξεργασία αχρησιμοποίητος
Δείτε επίσης : αχρησίμευτος |
αχρησιμοποίητος