Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αχρησιμοποίητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αχρησίμευτος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αχρησιμοποίητ
ος
η
αχρησιμοποίητ
η
το
αχρησιμοποίητ
ο
γενική
του
αχρησιμοποίητ
ου
της
αχρησιμοποίητ
ης
του
αχρησιμοποίητ
ου
αιτιατική
τον
αχρησιμοποίητ
ο
την
αχρησιμοποίητ
η
το
αχρησιμοποίητ
ο
κλητική
αχρησιμοποίητ
ε
αχρησιμοποίητ
η
αχρησιμοποίητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αχρησιμοποίητ
οι
οι
αχρησιμοποίητ
ες
τα
αχρησιμοποίητ
α
γενική
των
αχρησιμοποίητ
ων
των
αχρησιμοποίητ
ων
των
αχρησιμοποίητ
ων
αιτιατική
τους
αχρησιμοποίητ
ους
τις
αχρησιμοποίητ
ες
τα
αχρησιμοποίητ
α
κλητική
αχρησιμοποίητ
οι
αχρησιμοποίητ
ες
αχρησιμοποίητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αχρησιμοποίητος
<
χρησιμοποιώ
Επίθετο
επεξεργασία
αχρησιμοποίητος
αυτός που δεν χρησιμοποιείται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αχρησιμοποίητος
αγγλικά
:
unused
(en)
ιταλικά
:
inutilizzato
(it)
,
inutilizzabile
(it)