μεταχείριση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεταχείριση < ελληνιστική κοινή μεταχείρισις < αρχαία ελληνική μεταχειρίζομαι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μεταχείριση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταχειρίζομαι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεταχείριση