pleasure
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pleasure | pleasures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpleasure (en)
- (μη μετρήσιμο) η ευχαρίστηση, η χαρά, μια κατάσταση χαράς
- ⮡ It gave me great pleasure to learn about your success.
- Με μεγάλη μου ευχαρίστηση για την επιτυχία σου.
- ⮡ It will be my pleasure.
- Θα είναι ευχαρίστησή μου.
- ⮡ He runs for pleasure.
- Αυτός τρέχει για ευχαρίστηση.
- ⮡ When will we have the pleasure of seeing you again?
- Πότε θα έχουμε τη χαρά να σας ξαναδούμε;
- ⮡ It gave me great pleasure to learn about your success.
- (μη μετρήσιμο) η αναψυχή, η δραστηριότητα της απόλαυσης, ειδικά αντί της εργασίας
- ⮡ ταξίδι αναψυχής - a trip for pleasure
- ⮡ I do something for pleasure.
- Κάνω κάτι για αναψυχή.
- (μετρήσιμο) η χαρά, η απόλαυση, κάτι που με κάνει ευτυχισμένο
- ⮡ the pleasures of life - οι χαρές της ζωής
- ⮡ sensual pleasures - σαρκικές απολαύσεις
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- pleasure - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 61, 105, 347, 963. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναψυχή, απόλαυση, ευχαρίστηση, χαρά