Ετυμολογία

επεξεργασία
enjoyment < enjoy + -ment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

enjoyment (en)

  • (μη μετρήσιμο) η απόλαυση, η ευχαρίστηση που παίρνω από κάτι
    ⮡  the enjoyment of music - η απόλαυση της μουσικής
    ⮡  I find a lot of enjoyment in my work.
    Βρίσκω μεγάλη απόλαυση στη δουλειά μου.
    ⮡  I get a lot of enjoyment out of underwater fishing.
    Βρίσκω πολλή ευχαρίστηση στο υποβρύχιο ψάρεμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pleasure