luxury
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | luxury |
συγκριτικός | more luxury |
υπερθετικός | most luxury |
luxury (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) πολυτελείας, πολυτελής, πολύ ακριβός και πολύ υψηλής ποιότητας
- ⮡ a luxury car - αυτοκίνητο πολυτελείας
- ⮡ a luxury hotel - ξενοδοχείο πολυτελείας
- ⮡ luxury goods - είδη πολυτελείας
- ⮡ The staff at the luxury hotel is very helpful.
- Το προσωπικό στο πολυτελές ξενοδοχείο είναι πολύ εξυπηρετικό.
- ⮡ She decorated her apartment with artwork and luxury rugs.
- Διακόσμησε το διαμέρισμά της με έργα τέχνης και με πολυτελή χαλιά.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
luxury | luxuries |
luxury (en)
- (μη μετρήσιμο) η πολυτέλεια, πολυτελής, το γεγονός ότι απολαμβάνω ιδιαίτερα και ακριβά πράγματα, ιδιαίτερα φαγητό και ποτό, ρούχα και μέρη
- ⮡ I live a life of luxury.
- Ζω μέσα στην πολυτέλεια.
- ⮡ the height of luxury - το άκρον άωτον της πολυτέλειας
- ⮡ a life of luxury - πολυτελής ζωή
- ⮡ I live a life of luxury.
- (μετρήσιμο) η πολυτέλεια, κάτι που είναι ακριβό και ευχάριστο αλλά όχι απαραίτητο
- ⮡ We can’t afford many luxuries.
- Δεν έχουμε δυνατότητα για πολλές πολυτέλειες.
- ⮡ It’s a luxury for us to eat out.
- Για μας είναι πολυτέλεια να φάμε έξω.
- ⮡ She allowed herself the luxury of a new handbag.
- Επέτρεψε στον εαυτό της την πολυτέλεια μιας καινούριας τσάντας.
- ⮡ We can’t afford many luxuries.
- (μη μετρήσιμο) η απόλαυση, μια ευχαρίστηση ή ένα πλεονέκτημα που δεν έχω συχνά
Πηγές
επεξεργασία- luxury (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- luxury (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 105, 724. ISBN 9780194325684., λήμμα: απόλαυση, πολυτέλεια, πολυτελής