κιρνάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κιρνάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱh₁erh₂-
Ρήμα
επεξεργασίακιρνάω
- άλλη μορφή του κεράννυμι
- προσθέτω νερό στο κρασί, τα αναμειγνύω
- νοστιμίζω κάτι αναμειγνύοντας
- αμβλύνω, μετριάζω
Δείτε επίσης : κερνάω |
κιρνάω