Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοστιμίζω < μεσαιωνική ελληνική νοστιμίζω < αρχαία ελληνική νόστιμος < νόστος < νέομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nes-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /no.stiˈmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐στι‐μί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

νοστιμίζω

  1. (μεταβατικό) δίνω καλή γεύση, κάνω νόστιμο
     συνώνυμα: νοστιμεύω
  2. (αμετάβατο) γίνομαι νόστιμος
  3. (μεταφορικά) (μεταβατικό) δίνω χάρη, κομψότητα
  4. (μεταφορικά) (αμετάβατο) αποκτώ χάρη, κομψότητα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία