Ετυμολογία

επεξεργασία
γιορτάζω < εορτάζω

γιορτάζω (παθητική φωνή: γιορτάζομαι)

  1. έχω την γιορτή μου (ονομαστική, γενέθλια)
  2. έχω λόγους να γιορτάζω για κάτι ευχάριστο σε σχέση με εμένα ή τις προτιμήσεις μου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία